Οι περίπατοι και η βόλτα των Φλωριναίων

Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης |

Στην μικρή μας πόλη το περπάτημα ήταν και απαραίτητο και ψυχαγωγικό. Απαραίτητο επειδή δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Ψυχαγωγικό το έκαναν με την επινόηση των περιπάτων, και κυρίως της βόλτας. Περίπατος και βόλτα δεν ήταν το ίδιο. Ο περίπατος είχε τα δικά του χαρακτηριστικά, και η βόλτα τα δικά της.

Περιπάτους έκαμναν οι παλιοί Φλωρινιώτες, όταν άνοιγε ο καιρός.
Από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, συνήθιζαν να περπατούν χαμηλά στο λόφο του Αγίου Παντελεήμονα, στον αρχαιολογικό χώρο και να σταματούν στο καφενείο του Τέγου, στους πρόποδες του βουνού, πάνω από το Γιάζι, για να απολαύσουν το καφέ τους ή το τσίπουρο. Αργότερα έκλεισε το καφενείο του Τέγου.

Λειτούργησε όμως, το 1937, το εξοχικό «Άλσος», πάνω από το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονος. Περπατούσαν και στον δρόμο της Σκοπιάς, με μια στάση στο εξοχικό «Βουλιαγμένη». Επίσης περπατούσαν προς τον Άγιο Νικόλαο, και στην επιστροφή τα έπιναν στου «Καραγκιόζη», ή στου «Μπάμπη» στα Καβάκια.

Και μετά το 1928, που άνοιξαν τον Νέο Δρόμο (σήμερα Λεωφόρος Κ. Καραμανλή), οι περίπατοι γίνονταν και σε αυτόν με στάση στο εξοχικό «Αμπελόκηποι», που αργότερα ήταν γνωστό ως «Μπόλης». Χαρακτηριστικό των περιπάτων ήταν οι μεμονωμένες παρέες, που εκτός από το περπάτημα είχαν ως στόχο να απολαύσουν τα τσίπουρά τους, σε κάποιο εξοχικό καφενείο. Οι περίπατοι γίνονταν την ημέρα και κυρίως τις Κυριακές και στις γιορτές, από ανδροπαρέες.

Η βόλτα διέφερε από τους περιπάτους. Σε αυτήν συμμετείχαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Γινόταν σε κεντρικό δρόμο της πόλης, και μάλιστα κατά τις βραδινές ώρες, όλες τις ημέρες του χρόνου, και με όλες τις καιρικές συνθήκες.

Στην δεκαετία του 1920, ο αστισμός έφερε νέους τρόπους ζωής και νέες αντιλήψεις. Τότε εμφανίζεται και η βόλτα για όλα τα μέλη της οικογένειας. Ντύνονταν με τα καλύτερα ρούχα τους, που ήταν πάντα καθαρά και σιδερωμένα. Τα παπούτσια λουστραρισμένα. Τα μαλλιά χτενισμένα, και τα μάγουλα ξυρισμένα. Όλα έτοιμα για την βραδινή βόλτα.

Η βόλτα γινόταν στους παραποτάμιους δρόμους του Βαροσίου. Εκεί άνοιξαν και τα πρώτα ζαχαροπλαστεία, όπως του Γιάτα (Σπουδαίου), του Τσάπανου και του Μπακούλη. Ατελείωτες βόλτες πάνω κάτω, και μερικές φορές απολάμβαναν και το γλυκό τους σε κάποια από τα παραπάνω ζαχαροπλαστεία.

Το 1930, κατασκευάστηκε η πλατεία Ομονοίας, η κεντρική πλατεία, και η βόλτα άλλαξε δρόμο. Άρχισε λοιπόν να γίνεται στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, από τα Δικαστήρια και μέχρι την πλατεία. Κοσμοσυρροή στην βόλτα, από ανθρώπους όλων των ηλικιών. Κυρίως όμως νέους και νέες, καθώς στην βόλτα έπεφταν τα βλέμματα, και σκιρτούσαν οι καρδιές, σε μια εποχή που ο ρομαντισμός μεσουρανούσε. Δεν γινόταν καμιά γνωριμία στην βόλτα, παρά μόνο βλέμματα αποδοχής ή απόρριψης. «Νυφοπάζαρο» ονόμαζαν την βόλτα και δεν είχαν άδικο. Αλλά και «πασαρέλα», καθώς όλοι ντύνονταν εξαιρετικά για να εμφανιστούν στον Κεντρικό δρόμο.

Καφενεία, ζαχαροπλαστεία, ταβέρνες, οινομαγειρεία και τόσα άλλα πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στους θαμώνες τους. Σε όλους αυτούς που κάθονταν και παρακολουθούσαν τον κόσμο σε αργή κίνηση. Δεν έλειπαν και οι μικροπωλητές, που πουλούσαν σπόρια, κάστανα κλπ. Όλοι προτιμούσαν τα σπόρια, που πουλιόταν με κυπελάκι, χωρίς χαρτοσακούλα. Άδειαζαν τα σπόρια στις τσέπες των παντελονιών τους περπατούσαν τρώγοντας σπόρια.

Στα λαϊκά οινομαγειρεία έτρωγαν και έπιναν οι φαντάροι, και μετά έβγαιναν και αυτοί να απολαύσουν την βόλτα. Ντυμένοι με τις στολές τους, δυο, δυο και τρεις, τρεις, περπατούσαν και αυτοί μέσα στο πλήθος, για να δουν κανένα κορίτσι και να ανοίξει η καρδιά τους. Έκαμναν την βόλτα τους μέχρι αργά το βράδυ, που αραίωνε ο κόσμος και έβγαινε το φρουραρχείο με τους σαλπιγκτές. Ήταν η «Θοδώρα», που στην γλώσσα του στρατού ήταν το προσκλητήριο για επιστροφή των εξοδούχων στο στρατόπεδο. Οι σαλπιγκτές έπαιζαν ένα εμβατήριο και περπατούσαν καμαρωτά, και πίσω τους συγκεντρώνονταν οι φαντάροι και σχημάτιζαν γραμμές. Τους ακολουθούσαν τα παιδιά τρέχοντας και τραγουδώντας: «Θοδώρα, Θοδώρα που είναι ο Θοδωρής/ στην πόλη, στην πόλη τρέχα να τον βρεις».

Στην δεκαετία του 1950 και για μερικά χρόνια οι νέοι και οι νέες πήγαιναν το απόγευμα κάθε Κυριακής στον Νέο Δρόμο και έκαμναν την βόλτα τους. Η βόλτα αυτή ήταν των υποψηφίων γαμπρών και νυφών. Ήταν ένας τόπος συνάντησης, μακριά από τα βλέμματα των γονέων. Μόλις βράδιαζε κατέβαιναν στην μεγάλη βόλτα, στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Τις ώρες που γινόταν η βόλτα έκλεινε η τροχαία τον δρόμο με σήματα, για να μην διέρχονται αυτοκίνητα στον Κεντρικό. Η βόλτα όμως συρρικνώνονταν και στο τέλος της δεκαετίας του 1970, γινόταν στην οδό Παύλου Μελά, από την πλατεία μέχρι το ύψος της οδού Σαρανταπόρου. Στην δεκαετία του 1980 η βόλτα με τα παλιά ρομαντικά χαρακτηριστικά της είχε χαθεί. Οι νέοι πια συναντιόταν στα μπαράκια και οι μεσήλικες παρακολουθούσαν τα προγράμματα της τηλεόρασης στα σπίτια τους. Οι εποχές είχαν αλλάξει και ο ρομαντισμός είχε εξανεμιστεί. Η βόλτα έμεινε στις αναμνήσεις όσων την έζησαν. Θα θυμούνται για πάντα τις ατελείωτες βραδινές βόλτες των Κυριακών και των εορτών, με τα αλατισμένα άσπρα και μαύρα σπόρια, και τα γλυκά των ζαχαροπλαστείων.

φωτογραφίες: Ιωάννης Γραζιώτης

Διαβάστε επίσης...
Shares

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Translate »