Ήρθε πάλι η αποκριά, όχι όμως η παλιά

Λόγω των ημερών αναδημοσιεύουμε κείμενο του Δημήτρη Μεκάση σχετικό με τον εορτασμό της αποκριάς στη Φλώρινα. Συνοδεύουμε το κείμενο με μια ανέκδοτη φωτογραφία από το ιστορικό αρχείο ΦΣΦΑ – συλλογή του μαέστρου Παντελή Τριανταφύλλου (1898-1989). Πρόκειται για μια χαρακτηριστική αναμνηστική φωτογραφία κάποιας αποκριάς στην οποία εμφανίζεται ο ίδιος αριστερά με την λευκή στολή πιερότου. Δυστυχώς δεν αναγράφεται η ημερομηνία λήψης καθώς και το δεύτερο πρόσωπο της φωτογραφίας. Για τον μαέστρο Παντελή Τριανταφύλλου μπορείτε να διαβάσετε εδώ.

Σπύρος Παπαχαρίσης

Ήρθε πάλι η αποκριά, όχι όμως η παλιά

Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης |

Και καθώς ο χειμώνας αποχαιρετούσε τους λόφους και την πεδιάδα της Φλώρινας, οι παλιοί Φλωρινιώτες ξανάνιωναν, σαν να έβγαιναν από την χειμερία νάρκη. Ζωντάνευαν και αυτοί, όπως η χλόη στα βουνά, όπως τα πρώτα λουλούδια της άνοιξης. Ο ζεστός ήλιος του Μαρτίου, όσες φορές ζέσταινε, τους άνοιγε την διάθεση να βγουν στην γειτονιά, να περπατήσουν, να πατήσουν χώμα, στεγνό χώμα, και να απολαύσουν το δροσερό αεράκι. Η ψυχή τους αναζητούσε το γλέντι και την διασκέδαση, για να ξεμουδιάσουν από την κλειστή ζωή του χειμώνα.

Η Αποκριά ήταν μια ευκαιρία για γλέντι. Ήταν ο αποχαιρετισμός του χειμώνα και το καλωσόρισμα της άνοιξης. Ήταν η τελευταία Κυριακή πριν τις νηστείες της Σαρακοστής. Το γλέντι όμως σε σχέση με το καρναβάλι είναι μια άλλη ιστορία. Το καρναβάλι στη Φλώρινα γιορταζόταν παλιά την Πρωτοχρονιά. Τότε οι νέοι και τα παιδιά ντυνόταν καρναβάλια και κυρίως με δέρματα και κουδούνια. Όμως, μετά το 1900 περίπου, τα ελληνικά σχολεία της Φλώρινας έκαμναν σχολικές αποκριάτικες γιορτές, το Σάββατο πριν την Κυριακή της Τυροφάγου, και τα παιδάκια ντυμένα καρναβάλια με σγουρά πολύχρωμα χαρτιά, έλεγαν ποιήματα, χόρευαν και διασκέδαζαν. Έτσι μασκαρεμένα έφευγαν από το σχολείο και γυρνούσαν στους δρόμους της πόλης σκορπώντας γέλια και χαρά.

Μετά το 1920 το καρναβάλι αυτό πήρε άλλες διαστάσεις και γιορτάζονταν από μικρούς και μεγάλους, καθώς το πρωτοχρονιάτικο καρναβάλι χάθηκε. Τα δέρματα και τα κουδούνια της αγροτικής κουλτούρας αντικαταστάθηκαν από πιερότους, καουμπόηδες, αμαλίες και τσολιάδες. Το καρναβάλι αστικοποιήθηκε και έγινε πιο φίνο, πιο κομψό και πιο εξευγενισμένο. Μόνο οι πιο φτωχοί διατηρούσαν κάτι από το παλιό, καθώς φορούσαν καμιά ρόμπα και μαύριζαν το πρόσωπο τους με μαυρίλα από την σόμπα.

Με την πάροδο του χρόνου όμως νέα πράγματα έκαναν την εμφάνιση τους. Χαρτονένιες μάσκες και καπέλα, κομφετί και σερπαντίνες. Τότε έκαναν την εμφάνιση τους και οι τάπες, που τις τοποθετούσαν σε ένα κυκλικό ατσαλόσυρμα, το πετούσαν ψηλά και όταν χτυπούσε στο έδαφος έκαμνε μια μικρή έκρηξη και δυνατό κρότο. Οι τάπες ήταν το πιο χαρακτηριστικό πυροτέχνημα της Αποκριάς. Τα επόμενα χρόνια κυκλοφόρησαν και τα πιστολάκια που έσκαγαν τάπες, και τα προμηθευόταν όλα τα αγόρια, και με περηφάνια έσκαγαν τις τάπες ξοδεύοντας έτσι όλες τις οικονομίες τους.

Η χαρά του καρναβαλιού είχε επίκεντρο την πλατεία Ομονοίας, όπου κάθε βράδυ, την τελευταία εβδομάδα, συγκεντρώνονταν όλα τα καρναβάλια, για να σκάσουν τάπες, να πειράξουν και να γελάσουν, να δείξουν το μασκάρεμα τους, να ρίξουν κομφετί και σερπαντίνες. Εκτός την πλατεία όμως, όπου τα καρναβάλια γυρόφερναν, υπήρχε και η βόλτα στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, από την Τράπεζα της Ελλάδος και μέχρι την πλατεία, νεαροί και νέες, μεσόκοποι και γέροι έκαμναν την βόλτα τους. Η βόλτα ήταν ένα ποτάμι πλήθους που αργά πήγαινε και ερχόταν πάνω, κάτω στο κεντρικό. Τα κομφετί έπεφταν σαν βροχή και που και που καμιά σερπαντίνα έπεφτε σε κάποια παρέα κοριτσιών. Οι πιο μεγάλοι απολάμβαναν το γλυκό τους στα ζαχαροπλαστεία της πλατείας, άλλοι στις ταβέρνες με θέα τον κεντρικό δρόμο και οι γεροντότεροι παρακολουθούσαν την κίνηση από τα καφενεία της πλατείας. Χαρά και μόνο χαρά επικρατούσε, καθώς αυτό το πρώιμο έθιμο, επινόηση των Φλωρινιωτών, έδεσε τόσο πολύ με την ψυχοσύνθεση τους.

Και όσο τα χρόνια περνούσαν, η Αποκριά τόσο πιο πολύ συνδεόταν με την βραδινή βόλτα. Τότε δεν υπήρχε Τσικνοπέμπτη, αλλά από την επόμενη Πέμπτη και μέχρι την Κυριακή η βόλτα ήταν τόσο πυκνή από κόσμο, που όλοι περπατούσαν με μικρά βήματα. Στην μια μεριά ο Ντάντσιος με το καρότσι του γεμάτο κομφετί, σερπαντίνες, χαρτονένια καπέλα, μάσκες, φουρφούρια και λαμαρινένια βατραχάκια και στην άλλη γωνιά ο Αράχης με παρόμοιο καρότσι. Στα ενδιάμεσα άλλοι μικροπωλητές με χαρτοκιβώτια γεμάτα κομφετί. Πουλούσαν και αυτοί κομφετί με το κυπελλάκι και σερπαντίνες με το κομμάτι. «Χαρτοπόλεμος, χαρτί και πόλεμος», φώναζαν δυνατά οι μικροπωλητές και ο κόσμος έπαιρνε στις χούφτες του το κομφετί για να το πετάξει στους φίλους και στους γνωστούς. Αργά το βράδυ η άσφαλτος της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν καλυμμένη από ένα παχύ στρώμα κομφετί και σερπαντίνες. Ο κόσμος αραίωνε και η βόλτα τελείωνε πριν τα μεσάνυχτα.

Την Κυριακή της Τυροφάγου και του τέλους του καρναβαλιού, στα περισσότερα σπίτια γινόταν οικογενειακά γλέντια. Το δωμάτιο όπου γινόταν το γλέντι ήταν στολισμένο με σερπαντίνες, που κρεμόταν από τους τοίχους ή από τον έναν τοίχο στον άλλον, λίγο πιο κάτω από το ταβάνι. Καλούσαν φίλους και συγγενείς για να ζητήσουν συγχώρεση και να φάνε τα τελευταία κρέατα, πριν το Πάσχα. Το φαγητό της ημέρας ήταν το «γιαουρτλί ταβά», δηλαδή κομμάτια αρνιού με ρύζι και από πάνω γιαούρτι, ψημένα όλα μαζί στον φούρνο. Μπόλικο κρασί, τσίπουρο και μεζέδες, αρκετά γαλακτοκομικά, όπως τυριά και γιαούρτι και στο τέλος το ρυζόγαλο. Τραγούδια με συνοδεία μαντολίνου και κιθάρας και στο τέλος το έθιμο της «χάσκας». Η σπιτονοικοκυρά κρεμούμε ένα βρασμένο αυγό με κλωστή από το ξύλο, με το οποίο έκανε πίτες, και περνούσε από όλους τους σπιτικούς και τους καλεσμένους. Οι καθήμενοι, χωρίς να σηκωθούν από το κάθισμα, έπρεπε να πιάσουν το αιωρούμενο αυγό με το στόμα. Πάντα όμως το έπιανε κάποιο παιδί, έτσι για να χαρεί. Μετά έκοβαν το αυγό στη μέση, έτρωγαν το εσωτερικό του με κουταλάκι και τα τσόφλια γινόταν δυο ποτηράκια από τα οποία έπιναν όλοι λίγο κρασί, με την ευχή «να φύγουν οι ψύλλοι».

Έτσι τελείωνε η Αποκριά. Την επομένη, την Καθαρά Δευτέρα, άρχιζαν την αυστηρή νηστεία.

«1968 μ.Χ.». Αρχή του τέλους του Φλωρινιώτικου καρναβαλιού, καθώς ισχυροί εκκλησιαστικοί παράγοντες, με κηρύγματα από τον άμβωνα κατά των νεαρών, που μασκαρευόταν, χάλασαν την χαρούμενη ατμόσφαιρα. Οι θεολόγοι και οι δάσκαλοι προέτρεπαν τους μαθητές να μη ντύνονται καρναβάλια, επειδή το έθιμο είναι ειδωλολατρικό. Αλλά και τις βραδινές ώρες, που γινόταν η βόλτα, οι καμπάνες του αγίου Παντελεήμονα χτυπούσαν πένθιμα. Τα επόμενα χρόνια διαλύθηκε η βόλτα της Αποκριάς και οι νέοι στράφηκαν προς τα νυχτερινά κέντρα. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα των ενεργειών των αυστηρών εκκλησιαστικών κύκλων. Κατάφεραν να διαλύσουν την παράδοση, που ήταν η βόλτα στο κεντρικό και χωρίς να το θέλουν, να ωθήσουν τους νέους στα νυχτερινά κέντρα. Έτσι άδοξα τελείωσε το καρναβάλι της Αποκριάς, που δεν ήταν τίποτε άλλο από ατελείωτες βόλτες των Φλωρινιωτών στον κεντρικό δρόμο της πόλης.

Δημήτρης Μεκάσης

* Το παραπάνω άρθρο είναι αναδημοσίευση από το θεματικό τεύχος του περιοδικού του ΦΣΦΑ «Αριστοτέλης» με τίτλο: Δημήτρη Μεκάση, Μακεδονικά και Φλωρινιώτικα, Ιστορικά και Λαογραφικά άρθρα.

Διαβάστε επίσης...
Shares

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Απαντήστε στην παρακάτω πράξη πριν υποβάλετε το σχόλιό σας *

Translate »